- σάλος
- ο, ΝΜΑ1. ισχυρή κύμανση τής θάλασσας, θαλασσοταραχή («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῑς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», Ευρ.)2. (για πλοία, καθώς και για τους επιβάτες του) κλυδωνισμός λόγω τρικυμίας3. μτφ. α) θορυβώδης ανακίνηση, ανατάραξη (α. «σάλο προκάλεσαν οι πρόσφατες αποκαλύψεις» β. «τὰ μὲν δὴ πόλιος θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν», Σοφ.)β) μτφ. δυσάρεστη κατάσταση, ανησυχία, ταραχή («θυμὸς καὶ ζῆλος καὶ ταραχὴ καὶ σάλος καὶ φόβος θανάτου», Σοφ.)αρχ.1. (για σεισμό) κάθε ασταθής και παλμική κίνηση που επαναλαμβάνεται με συχνότητα («χθονὸς νῶτα σεισθῆναι σάλῳ», Ευρ.)2. η ανοιχτή θάλασσα, το πέλαγος σε αντιδιαστολή προς το λιμάνι3. (κατά τον Ησύχ.) «φροντίς»4. φρ. α) «σάλον ἔχειν» — αισθάνομαι λύπη ή δυστυχίαβ) «ἐν σάλῳ στῆναι»(για πλοίο) κλυδωνίζομαι από τα κύματα τής ταραγμένης θάλασσας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ναυτικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια ή ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι συνδέσεις τής λ. με τους τ. τύλη / τύλος «σκληρό υπόστρωμα» ή το γερμ. schwellen «φουσκώνω». Τη λ., τέλος, δανείστηκε πιθ. η Λατινική (πρβλ. salum / salus)].
Dictionary of Greek. 2013.